- κλαδί
- το(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον)νεοελλ.φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτόνεοελλ.-μσν.1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι, κλαρίμσν.δασώδης ή θαμνώδης τόποςμσν.-αρχ.(υποκορ. τού κλάδος) μικρός κλάδος, κλαδάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδίν, μσν. τ. τού αρχ. κλαδίον, υποκορ. τού κλάδος (Ι).ΠΑΡ. νεοελλ. κλάδα, κλαδάκι, κλαδερός, κλαδώνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλαδολογώ. (Β συνθετικό) νεοελλ. αγιόκλαδο, ακρόκλαδο, ανθόκλαδο, απόκλαδο, βαγιόκλαδο, κοντόκλαδο, λειανόκλαδο, λιόκλαδο, ματόκλαδο, ξερόκλαδο, ξώκλαδο, χαμόκλαδο, χλωρόκλαδο].
Dictionary of Greek. 2013.